χειραγρικός

χειραγρικός
χειραγρ-ικός, ή, όν,
A suffering from χειράγρα, cj. in Aët.2.25.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χειραγρικός — ή, όν, Α [χειράγρά] αυτός που πάσχει από χειράγρα …   Dictionary of Greek

  • χειραγρικῶν — χειραγρικός suffering from fem gen pl χειραγρικός suffering from masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειραγρικούς — χειραγρικός suffering from masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χείραγρος — ὁ, Α [χειράγρα] χειραγρικός* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”